- ἀνθοφόροι
- ἀνθοφόροςbearing flowersmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάππαρη — Νησί του νοτιοανατολικού Αιγαίου, ανάμεσα στην Κω και στην Κάλυμνο. Βλ. λ. Ψέριμος. * * * η (AM κάππαρις, εως, Α και κάπαρις, Μ και κάππαρη, Α ιων. γεν. ιος) 1. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών τής οικογένειας καππαρίδες, τής τάξης… … Dictionary of Greek
μαργαρίτα — Κοινή ονομασία πολλών άγριων ή καλλιεργούμενων φυτών που ανήκουν στην οικογένεια των συνθέτων (compositae) και έχουν άνθη κατά κεφάλια, με εμφανή ακτινοειδή στεφάνη. Σε πολλές περιπτώσεις, οι μ. φέρουν δύο ειδών άνθη: τα πρώτα έχουν ακτινωτή… … Dictionary of Greek
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek